- ἐξημοιβός
- ἐξ-ημοιβός (ἀμείβω): neut. pl., for change, changes of raiment, Od. 8.249†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εξημοιβός — ἐξημοιβός, όν (Α) ο χρήσιμος για αλλαγή («εἵματο τ ἐξημοιβά», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ημοιβός (< αμείβω), με λειτουργία τού νόμου «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ἐξημοιβά — ἐξημοιβός serving for change neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμοιβός — ἀμοιβός, ο (Α) 1. αυτός που εναλλάσσεται, που παίρνει τη θέση άλλου, που διαδέχεται κάποιον 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀμοιβοί οι στρατιώτες που αντικαθιστούν άλλους 3. (ως επιθ.) α) αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, σε ανταλλαγή β)… … Dictionary of Greek